αμφισβήτημα

αμφισβήτημα
ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ]
1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα
2. επιχείρημα, ισχυρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφισβήτημα — point in dispute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητημάτων — ἀμφισβήτημα point in dispute neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήμασι — ἀμφισβήτημα point in dispute neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήμασιν — ἀμφισβήτημα point in dispute neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήματα — ἀμφισβήτημα point in dispute neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήματος — ἀμφισβήτημα point in dispute neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”